- κύναστρον
- κύναστρον, τὸ και κύναστρος, ὁ (Α)μτγν. το λαμπρότερο αστέρι τού αστερισμού Κύων, ο Σείριος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἄστρον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύναστρον — κύναστρος dog star masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)